"Η αφήγηση του Σουρούνη ακροβατεί εύστοχα πάνω στον άξονα που στηρίζουν η φαλλολατρεία και το φιλότιμο-ακρογωνιαίοι λίθοι του ρωμέικου συστήματος αξιών".
Σπύρος Τσακνιάς
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1977, δηλαδή πριν από 32 χρόνια και μας περιγράφει τις περιπέτειες κάποιων Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Είναι επίκαιρο; Διαβάζεται και σήμερα με τον ίδιο τρόπο που διαβαζόταν και τότε; Προσωπικά δυσκολεύομαι να απαντήσω καταφατικά.
Πρωταγωνιστής είναι ο Νούσης, ένας Έλληνας γκασταρμπάιτερ. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω απ' τον φαλλό του και τον πόθο του να "πιάσει την καλή". Οι σκληρές εργασιακές συνθήκες και η ψυχρή Γερμανία, όπως είναι αναμενόμενο, δεν ταιριάζουν στον ήρωα του Σουρούνη, που νιώθει εγκλωβισμένος.
"Τα πάντα πεντάκλειστα, Νούση. Σφαλιστά παράθυρα, σφαλιστές πόρτες και πίσω απ' αυτά σφαλιστοί άνθρωποι, δίπλα από το σφαλιστό εαυτό τους περιμένοντας το σφαλιστό τους θάνατο. Όλα κλειστά, σου λέω..."
Το κλειδί για ν' αποδράσει δεν είναι άλλο από το πέος του. Άλλωστε "το μόνο που έχει απομείνει κάπως ανοιχτό μέσα στον κόσμο είναι το γυναικείο αιδοίο".
Τα βάσανα του Έλληνα μετανάστη αποδίδονται από τον Αντώνη Σουρούνη με σκαμπρόζικο τρόπο προκαλώντας χαμόγελα που γρήγορα μετατρέπονται σε μελαγχολία... Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από κωμικές ιστορίες αλλά και πικρές αλήθειες για τη ζωή των μεταναστών. Και μετανάστες δεν είναι μόνο οι Έλληνες στη Γερμανία του '60 και του '70 ή οι Πακιστανοί στην Ελλάδα του 2000. Υπάρχουν φορές, που κι εγώ νιώθω μετανάστης...
"Λεπτό με το λεπτό η Δευτέρα αποχτάει τις τρομερές της διαστάσεις μέσα στη νύχτα της Κυριακής... Ο Νούσης, άνθρωπος ειρηνικός, αισθάνεται να γεμίζει θλίψη. Αγαπάει το Σαββατοκύριακο και τρέμει στη σκέψη μήπως και το ξαναανακαλύψουν κάποτε οι εργοδότες. Απορεί μάλιστα πώς δεν έχει γίνει αυτό μέχρι σήμερα. Τούτοι οι άνθρωποι λατρεύουν το χρόνο και είναι καιρός να αναλογιστεί μήπως και όλα αυτά τα ρολόγια, που στέκονται θεόρατα στις γωνιές των δρόμων, δεν είναι βωμοί σε τούτη τη θεότητα κι αν η ύπαρξή τους δε σημαίνει ύπουλη τακτική, να την επιβάλουν στον Νούση και στους ομοίους του, ώστε κάποια μέρα να την προσκυνήσουν".
Το αφηγηματικό χάρισμα του Σουρούνη είναι αναμφισβήτητο. Η γραφή του κυλάει αβίαστη και γάργαρη. Ωστόσο, αρκετές φορές καθώς ακροβατούσε ανάμεσα στην ευθυμία και τη θλίψη, είχα την αίσθηση ότι έχανε την ισορροπία του. Συνολικά, "Οι συμπαίχτες" είναι ένα μάλλον απολαυστικό μυθιστόρημα που όμως, δεν διακρίνεται και τόσο για τη στέρεη δομή του. Το επόμενο βιβλίο του, η αξιόλογη συλλογή διηγημάτων "Μερόνυχτα Φραγκφούρτης" (1982), έδειξε ότι το διήγημα είναι το πεδίο στο οποίο κινείται με περισσότερη άνεση.
Το 1969, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γυρίζει μια εξαιρετική ταινία, τον "Έλληνα γείτονα" (Der Katzelmacher), όπου οι "γείτονες", μια παρέα νεαρών, παραδέρνουν άσκοπα δίχως να συνδέονται με κανέναν πραγματικό δεσμό αλλά με κοινό το συναίσθημα, ότι απειλούνται από την παρουσία ενός ξένου εργάτη, του Γιώργου (Φασμπίντερ). Ο Έλληνας μετανάστης θα καταφέρει τελικά να επιβάλει την παρουσία του, μέσω των ερωτικών του σχέσεων με τις γυναίκες της παρέας. Χαμηλωμένα μάτια, μουρμουριστές απειλές που δεν αρθρώνονται, γυαλιά ηλίου μπηγμένα στο άνοιγμα του πουκαμίσου, συρτό βήμα με τα χέρια στις τσέπες, φλιπεράκια... δημιουργούν την ατμόσφαιρα της ταινίας. Παρόμοιο θέμα με τους "Συμπαίχτες", που όμως ο Γερμανός δημιουργός χειρίζεται τελείως διαφορετικά.
Σημειώσεις: Ο πίνακας είναι του Egon Schiele. Η τελευταία φωτογραφία είναι από την ταινία του Φασμπίντερ, με τον ίδιο και την Χάνα Συγκούλα δίπλα του. Το μότο της ανάρτησης προέρχεται από κριτική του Σ. Τσακνιά για τα "Μερόνυχτα Φραγκφούρτης". Δουλεύοντας κοντά σε μετανάστες από το Πακιστάν, την Αλβανία και τη Μολδαβία και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι κάτω από ποιες συνθήκες εργάζονται αλλά και ζουν, μου είναι δύσκολο να απολαύσω, εγώ προσωπικά, το 2009, κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Σουρούνη. Το ίδιο μου είχε συμβεί και με την ταινία του Κώστα Γαβρά "Ο παράδεισος στη Δύση". Είχε μια αφέλεια που μ' ενοχλούσε. Μειώνει αυτό την "αντικειμενική" αξία του βιβλίου ή τη διαχρονικότητά του; Θα έλεγε κανείς πως όχι. Στο κάτω-κάτω μυθιστόρημα είναι. Κι ωστόσο, κι ωστόσο...(14/20)
6 σχόλια:
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά τα σχόλια σου θα μπορούσαν να ταιριάζουν και σε άλλα μυθιστορήματά του. Εξαιρετική αφηγηματική ροή, πραγματικό τάλαντο στην αφήγηση, όμως η ιστορία δεν έχει σταθερή δομή και το θέμα αφορά συχνά κάτι στενό, δικό του, άμεσα συνδυσμένο με την εποχή που γράφτηκε που μπορεί να μην αφορά κανέναν σε δέκα χρόνια.
Αλέξη μου καλέ, ο Τόμας ντε Κουίνσυ (μόνον εκείνον είχε σε μέγιστη υπόληψη ο Μπόρχες) στο βιβλίο του "Επιστολές σε έναν νέο του οποίου η εκπαίδευση έχει παραμεληθεί" (Printa), χωρίζει τη λογοτεχνία σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τη λογοτεχνία της γνώσης, πραγματική, αναλυτική, και τη λογοτεχνία της δύναμης, που συγκινεί και μεταμορφώνει τον κόσμο. Ο δε μέγας Μάρκες έχει κατ' επανάληψη ισχυριστεί ότι την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε με όλους τους τρόπους, πάλι και πάλι! Σήμερα, έχουμε κάνει κομματάκια τα πάντα. Ξεχνάμε ατμόσφαιρα (είναι πολλοί εκείνοι οι συγγραφείς που την επιτυγχάνουν?), αφηγηματική δύναμη (να κάνουμε έναν κατάλογο με... πέντε! πέντε συγγραφείς που την διαθέτουν, έχουν προσωπικό ύφος και δεν μοιάζουν με όλους τους άλλους?) και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν (ή δεν αντιμετωπίζουν) οι ήρωες τα μέγιστα και βασικά της ανθρώπινης μοίρας: γέννηση, θάνατο, έρωτα, απώλεια, μοναξιά, παράλογο, φόβο... Οι συνθήκες αλλάζουν. Κάθε μεγάλο έργο, οφείλει (το κάνει πάντα) να αντικατοπτρίζει την εποχή και τότε ήταν ανασφάλεια, φόβος, μοναξιά, πείνα, ο έρωτας, αντίδοτο του θανάτου και όλων αυτών των πιο πάνω. Η δε προσωπική αποθήκη- εμπειρία ζωής του συγγραφέα, αστείρευτη (έχει ζήσει για δέκα ζωές, δεν είναι συγγραφέας τους... θερμοκηπίου). Και μεγαλώνοντας (επειδή είναι φίλος μου και ήδη γνωρίζω κι το τί κρύβει στο συρτάρι), γίνεται όλο παραβολικότερος και αλληγορικότερος μιλώντας για μια καθημερινότητα που εμπεριέχει το αιώνιο. Δομή, ενδεχομένως και να χρειάζεται εκείνος ο οποίος λέει "τώρα, τώρα θα γράψω!", "τώρα, τώρα θα ζοριστώ και θα βάλω μια τάξη για να υπογράψω συγγραφέας", εδώ έχουμε ένα ποτάμι που δεν ξέρει αύριο αν θα στερέψει ή αν θα πνίξει τα πάντα! Είναι ομόλογουμένως από τους ελάχιστους (για να μην πω ο... μόνος) απ' όσους συγγραφείς γνωρίζω σήμερα που "περιμένει να του 'ρθει!" (ακόμα και το μικρό κειμενάκι του στην Ελευθεροτυπία). Νομίζω ότι θα πρέπει να τον μετρήσουμε εντελώς διαφορετικά, εξάλλου είναι ήδη αποδεδειγμένο, ο Σουρούνης ή σου πάει ή δεν σου πάει (και ως συγγραφέας και ως άνθρωπος). Αλλά αυτό περί λογοτεχνίας θα πρέπει να το συζητήσουμε όλοι μαζί (όσοι έχουμε διάθεση, αν έχουμε) κάποια στιγμή γιατί πολύ... συνταγή πέφτει και... δημιουργική γραφή κι αυτό δεν σε κάνει ούτε συγγραφέα αλλά ούτε και με ταλέντο! Σε λίγο θα γράφουμε οι πάντες, δεν θα διαβάζει κανείς, θα μοιάζουμε μεταξύ μας οι πάντες κι αυτό θα το λέμε ότι έτσι-πρέπει-να-γράφεται-η-λογοτεχνία! Νομίζω ότι αυτό αφορά εκείνους που επιθυμούν να συναντήσουν το βιβλίο τους και όχι αυτή καθ' εαυτή την ιστορία, που ακόμα κι αν αφορά άλλον, άλλους, δεν γίνεται παρά να είναι Η ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διαφορετικά είναι ένα μίζερο, εγκεφαλικό κατασκεύασμα, η ψυχή είναι δική σου και ή την έχεις ή δεν την έχεις! Και η ροή είναι δική σου και ή είναι ύφος σου - κι ας λένε ότι επαναλαμβάνεσαι- ή ψάχνεσαι κάθε φορά, κι ό,τι σου κάτσει ή ό,τι κατασκευάσεις σαν κειμενογράφος φιλότιμος. Αλλά αυτό είναι λογοτεχνία? Κι από πότε το "τί" επισκίασε τόσο το ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ μαγικό και μαγευτικό "πώς" και αυτό το "ΠΩΣ", αλήθεια, απ' όσους σήμερα γράφουν πόσοι το διαθέτουν?
Πολλά είπα, αλλά εκτιμώ το αναγνωστικό σου πάθος!
Αγαπητή Κατερίνα... δεν έχω διαβάσει άλλο μυθιστόρημά του για να ξέρω αλλά πιθανόν να έχεις δίκιο . Τα διηγήματά του πάντως μου φάνηκαν εξαιρετικά.
Αγαπητή Ελένη... σ' ευχαριστώ που μοιράστηκες όλες αυτές τις σκέψεις μαζί μου. Έχεις απόλυτο δίκιο σε όσα λες.
Ο Αντώνης Σουρούνης μου αρέσει και γι' αυτό κι έχω 7 βιβλία του στη βιβλιοθήκη μου! Βέβαια όπως συνηθίζω τα διαβάζω με κάποια καθυστέρηση. Και γιατί όχι. Τους Μπούντενμπροκς γιατί τους διαβάζουμε μετά από 100 χρόνια;
Το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν τα διηγήματα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης και μου άρεσαν. Προτίμησα το δεύτερο που θα διάβαζα να είναι το πρώτο που έχει γράψει. Η αλήθεια είναι πως το χάρηκα αλλά το βρήκα άνισο. Ανάμεσα σε εξαιρετικές σελίδες υπήρχαν και αρκετές κοινοτοπίες. Ωστόσο συνολικά το βρήκα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο (αυτό δηλώνει το 4/10). Μειώνει αυτό την αξία του ως λογοτέχνη; Καθόλου βέβαια. Μακάρι κι άλλοι να έγραφαν σαν αυτόν. Κι εδώ έχεις απόλυτο δίκιο: είναι αυθεντικός λογοτέχνης με το δικό του χαρακτηριστικό στίγμα. Και βέβαια στο κάτω-κάτω είναι το πρώτο του βιβλίο κι αν κρίνω απ' όσα λες για τα επόμενα θα πρέπει να προχωρήσω σύντομα στο τρίτο του δηλ. "Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου".
Μόλις το τελείωσα, και είναι ένα εξαιρετικό "πρώιμο" βιβλίο του Σουρούνη. Δεν βρίσκω την έλλειψη δομής μειονέκτημα. Αντίθετα, ακόμα και τον επίλογο, που δεν έχει - φαινομενικά καμμιά σύνδεση με το υπόλοιπο μυθιστόρημα, τον βρήκα εξαιρετικό σαν εύρημα.
Ο ρεαλισμός και το πικρό χιούμορ είναι αυτά που κάνουν τον Σουρούνη υπέροχο...
Μαύρε γάτε,συμφωνώ για τον επίλογο.
Το θέμα της δομής απλά το αναφέρω χωρίς να το θεωρώ απαραίτητα κι εγώ μειονέκτημα. Εκεί που μου τα χαλάει είναι η ακροβασία ανάμεσα στη θλίψη, τον καημό και τις κωμικές καταστάσεις. Πολλά κλισέ, κι από τη μια πλευρά κι από την άλλη. Ακόμη κι η γλώσσα του προσπαθεί να τα ισορροπήσει ανάμεσα στο "μουνί" και "στο αιδοίο". Στο επόμενο βιβλίο του, που έχω διαβάσει, "Τα μερόνυχτα...",
όλα είναι πιο ισορροπημένα, πιο κατασταλαγμένα.
Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκα την ανάγνωσή του. Το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Δημοσίευση σχολίου