"Αυτή είναι η μοίρα των θνητών, κόκκαλα λευκά πίσω τους να παρατάνε και η ψυχή σαν όνειρο να ταξιδεύει και να φτερουγίζει πέρα"
Η Μάρθα, ο Νίκος, ο Άλκης, ο Γιάννης και πέρα απ' όλους η Σβέτα...
Μια πρωτοχρονιάτικη οικογενειακή συνάθροιση δίνει την αφορμή στον αφηγητή να ξετυλίξει τις ζωές τους διαστέλλοντας το χρόνο προς το παρελθόν. Γύρω από το εορταστικό τραπέζι βρίσκεται η οικοδέσποινα η Μάρθα με τον άνδρα της το Νίκο ("πετυχημένο" κρατικό υπάλληλο) και τον αδελφό της το Γιάννη ("αποτυχημένο" θιασάρχη). Περιμένουν την άφιξη του θετού υιού Άλκη και της Ρωσίδας Σβέτα (Φωτεινή) με την οποία συζεί ο εικοσάχρονος Άλκης. Την όμορφη τριαντάρα Σβέτα, που έχει μια μικρούλα κόρη, που "μιλάει ελληνικά γεμάτα ουρίτσες" και που, χωρίς να εμφανίζεται ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα, είναι ο καταλύτης για όλα όσα θα συμβούν εκείνη τη χρονιάρα μέρα.
Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει γνώριμους χαρακτήρες τής σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: ο διεφθαρμένος εφοριακός που απέκτησε τεράστια περιουσία επί ΠΑΣΟΚ και που όλα τα αξιολογεί με γνώμονα το κέρδος, η μικροαστή σύζυγος που φέρει το στίγμα της ατεκνίας έχοντας το θετό της γιο πάνω απ' όλα, ο αδελφός που είναι χαρακτηριστικό "ψώνιο" του θεάτρου και ο ακαμάτης, τεμπελχανάς γιος που ο έρωτας τον ανυψώνει στα ουράνια. Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σχέσεις στεγνές, παρακμιακές και καταδικασμένες να οδηγούνται σε αδιέξοδα. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα συνειδητοποιείς πόσο μόνος είναι τελικά ο καθένας μας σ' αυτή την κοινωνία και πως μόνο μια "φωτεινή μαγική" σφαίρα μπορεί να μας ξεκολλήσει...
"Τη λένε Σβετλάνα... όταν μιλάει, λίγα πράγματα, να πει τίποτα "ευχαριστώ", τίποτα "σε πόση ώρα" ή "τι να κάνω", από τα χείλη της ζάχαρη και φως. Κι ύστερα, όταν δίνει το χέρι της, αυτά τα δάχτυλα, ενώ μοιάζουν από πλαστελίνη, όταν σφίγγουν το δικό σου "καλημέρα" ή "γεια σου", είναι σαν καλώδια με νεύρα. Οι άλλοι, συνήθως οι πιο πολλοί, έχουν κάτι χέρια με δάχτυλα, λουκάνικα, κοντά, λάσπη σκέτη ή και σιδερένια, δυσκίνητα και τα κρύβουν συνέχεια μια εδώ μια εκεί. Στις τσέπες, στα μανίκια, στις μασχάλες, ανάμεσα στα μπούτια, στις κωλότσεπες. Αυτή τα 'χει συνέχεια στον αέρα, σαν φτερά. Σπάνια είναι μαζεμένα. Και τα δάχτυλά της, μακριά σαν κοράλλια. Σκληρά και τρυφερά. Να σε χαϊδεύουν και να φοβάσαι πως δε γλυτώνεις. Δεν μπορείς να του ξεφύγεις επειδή είναι κουκλίστικα..."
Ο Νόλλας αναπτύσσει πολύ ενδιαφέροντα θέματα σ' αυτό το μυθιστόρημα(;). Η γραφή του είναι, όπως συνήθως, ελλειπτική και καίρια αλλά οι χαρακτήρες του δεν αποκτούν βάθος και παραμένουν σχηματικοί ενώ κάποια εμβόλιμα κομμάτια (αυτοαναφορικότητας) και κάποιοι χαρακτήρες (ο θεατρικός συγγραφέας και ο Υάκινθος) δε δένουν με το υπόλοιπο κείμενο. Θα έλεγα ότι το εκβίασε προκειμένου να δώσει κι άλλες διαστάσεις στο έργο του.
"Ένιωσε πως θα μπορούσε μαζί της να πετάξει. Μόνο μαζί της, μακριά απ' όλα αυτά, που μπερδεύουν και δυσκολεύουν τη ζωή."
Σημειώσεις: Ο πρώτος πίνακας είναι του Patrick Higgins με τίτλο: "Raboud family and round table" ενώ ο δεύτερος είναι του Σαγκάλ με τίτλο: "Πάνω από την πόλη". Έχω διαβάσει αρκετά έργα (από τα παλιότερα) του Νόλλα. Όλα τους είναι πολύ ενδιαφέροντα και καλογραμμένα αλλά κανένα τους δεν με κέρδισε. Βέβαια παραμένει ο αγαπημένος των κριτικών και κάθε φορά σπεύδω να αγοράσω το νέο του πόνημα, ωστόσο δεν παραπονιέμαι καθώς κάθε ανάγνωση έργου του, παρά τους ενδοιασμούς μου, είναι απολαυστική.(14/20)
3 σχόλια:
Το απόλυτο παράδειγμα λογοτεχνικής φθοράς.
Μιλάς για το συγκεκριμένο βιβλίο ή για τον Νόλλα γενικά;
Μετά την "Πολυξένη"(αχ! οι καλές εποχές του "Τραμ"), ακολουθεί την πορεία του συνόλου των πεζογράφων της εποχής μας.
Δημοσίευση σχολίου