Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου

Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Άγρα.


Και η μαγεία του πάθους του
να είχε τέτοια δύναμη
που ένα καράβι θα στεκόταν
πάνω σε μια σταγόνα δροσιάς.

Τζόζεφ Κόνραντ









"Λένε πως όταν ο Ιούλιος Βερν γνώρισε τον Αλέξανδρο Δουμά (πατέρα), αποφάσισε: Ό,τι κάνει αυτός με την Ιστορία θα κάνω εγώ με τη Γεωγραφία.
Κάπως ανάλογα αντιμετώπισε και ο Καββαδίας τη γενιά του: Ό,τι έκαναν εκείνοι με τη Ρωμιοσύνη έκανε αυτός με τη θάλασσα".

Κάπως έτσι ξεκινά το μικρό, ευφάνταστο βιβλιαράκι του Δημήτρη Καλοκύρη για τη ζωή και το έργο του Νίκου (Κόλια) Καββαδία ή Μαραμπού, όπως ήταν το παρατσούκλι του. Αποσπάσματα από το έργο του, γνωστά και άγνωστα επεισόδια απ' τη ζωή του, κρίσεις συγχρόνων του και φωτογραφίες, άψογα συνταιριασμένα όλα με το απαράμιλλο χιούμορ και τις γνωστικές ακροβασίες του Καλοκύρη, συνθέτουν την "Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου".



"Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια".












Ο Κόλιας γεννήθηκε το 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, στη Μαντζουρία της μακρινής Κίνας, από γονείς Κεφαλονίτες. Το 1930 μπαρκάρει και από τότε ταξιδεύει αδιάκοπα. Το 1933 εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο: Μαραμπού, απ' το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού των τροπικών χωρών. Όπως γράφει ο Καλοκύρης:
"Πιθανότατα ο Καββαδίας αντιλήφθηκε από νωρίς ότι η μυστική συνταγή των "νόστων" αποκαλύφθηκε γρήγορα, ότι και άλλοι δούλευαν στο ίδιο κατάστρωμα και πως η μεταγραφή της πρόθεσης για φυγή σε ρίμα δεν επαρκούσε. Έτσι επιστράτευσε μεθόδους δραστικότερες και αντανακλαστικές: την οξιδωτική σάτιρα, τη στεριανή ζάλη, τον υφάλμυρο ερωτισμό και, τέλος, το αμφίβιο μυθιστόρημα".




Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

(Γυναίκα)









Ο Μαραμπού ήταν κοντούλης μελαχρινός, με μικρά ζωηρά μάτια, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες, παρωδώντας τα πάντα. Ο ίδιος αφηγείται μια "εντεψίδικη" πλάκα που σκάρωσε το 1954 στον Σεφέρη. Είχαν συναντηθεί στη Βυρητό, όπου ο Σεφέρης ήταν πρέσβης:
Θα πήγαινε στην Πρεσβεία για μια απ' τις εθνικές μας γιορτές. "Άσε να σε πάω εγώ". του λέω. Τον πήγα από ένα δρόμο που ήταν πήχτρα οι ελληνικές σημαίες από δω κι από κει. "Εδώ είναι Ελλάδα", μου λέει. "Δεν τον ήξερα αυτό το δρόμο". "Είναι τα ελληνικά μπορντέλα" του απαντάω. Θύμωσε. "Κύριε", μου λέει, "ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ". Κατέβηκα εγώ.

Ενώ, σύμφωνα με τον Τσίρκα, κόμπαζε πως από τη μυρωδιά μπορούσε να σου πει αν είχες κοιμηθεί με Παριζιάνα ή Κογκολέζα ή Κινέζα... ή Γενοβέζα.
"Για δυο πράγματα δε γελιέμαι εγώ: για τα ποτά και τις γυναίκες..."




Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν οι πειρατές πριν πολεμήσουν.

(Fata Morgana)









Το 1947 εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το "Πούσι", ενώ το 1954 το πρώτο του πεζό, τη "Βάρδια", όπου πια ο Καββαδίας ταυτίζεται απόλυτα με τον ασυρματιστή Νικόλα του βιβλίου. Άλλωστε και οι δύο είχαν στιγματίσει ανέκκλητα το κορμί τους:
"Θα πιω άλλο ένα για χάρη της θάλασσας... Για χάρη της γοργόνας που 'χω στο μπράτσο μου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της". (Βάρδια)

Ενώ ο ίδιος έλεγε ότι "στο μπράτσο είχε μια γοργόνα που όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς... Δεν υπάρχει μέρος που να μην έχω τατού... Το μεγάλο ωροσκόπιο στην πλάτη, τρεις μέρες, τρεις Γιαπωνέζοι πάλευαν να μου το φτιάξουν... Όταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μη σαπίσουν. Να γίνουν αμπαζούρ να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων".






Όπως γράφει ο Καλοκύρης στο εξαιρετικό του πόνημα: Ο Καββαδίας δεν αποπειράθηκε να κάνει ναυτική ηθογραφία, ούτε να περιγράψει βάσανα και καημούς. Το ταξίδι στο έργο του είναι το αυτονόητο -και τελικά αναμενόμενο- σκηνικό. Το πλοίο είναι το ονειρώδες αφροδίσιο σώμα, το νερό η πλήρης ερωτική φαντασίωση. Η δράση είναι μια ασύνδετη, χαλαρή διαδοχή λεκτικών εικόνων με ελαστικό ιστό, που διαμόρφωσαν έναν "ναυτικό" αφηγητή, ο οποίος καταγράφει την Ποιητική του με θαλασσί μελάνι... Είναι ο ποιητής που διερμήνευσε στα καθ' ημάς αστικά τον ορισμό του Κόλεριτζ για τη θάλασσα:

Νερό, νερό παντού.

Ούτε σταγόνα για να πιεις.



Το 1975 πεθαίνει σε μια κλινική των Αθηνών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Συνήθιζε να λέει πως σ' ένα από τα πρώτα του ταξίδια στο Περού, μια χαρτορίχτρα του προφήτεψε πως θα γίνει γνωστός στα 1934 και πως θα πεθάνει 64 χρονών. Πράγματι, το 1934 ήταν ένας από τους πιο ευτυχισμένους χρόνους για τον Κόλια, μετά την έκδοση του Μαραμπού (1933), όσο δε πλησίαζε η άλλη ημερομηνία, τόσο πιο πολύ σκεφτότανε το θάνατο. Η Περουάνα δεν έπεσε έξω. Πέθανε μερικούς μήνες μετά τη συμπλήρωση των 64 του χρόνων.

"Φοβάμαι μην πεθάνω στη στεριά", έλεγε. Και οι τελευταίες του λέξεις ήταν: "Αυτό που φοβόμουνα έγινε".


Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

(Mal du depart)









Τι είδους όμως είναι το βιβλίο που έγραψε ο Δημήτρης Καλοκύρης; Μια εισαγωγή στο έργο του Νίκου Καββαδία διανθισμένη με παραθέματα άλλων συγγραφέων; Μια σύντομη, χαλαρή και γραμμένη με παιγνιώδη διάθεση, βιογραφία; Προσωπικά, το διάβασα σα λογοτέχνημα και όσα, τόσο έξοχα αφηγείται, τα είδα, όπως γράφει κι ο συγγραφέας, σαν "ψήγματα, σαν χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, της μορφής ενός συγγραφέα που ελάχιστα γνώρισα, αλλά που κάποτε επιμελώς αποστήθισα. Παραθέματα άλλων συνδυασμένα χαλαρά και κάποιες σκέψεις διαζευκτικές εδώ κι εκεί. Ναυάγια συνειρμών; Ναυσιπλοΐα εν ου παικτοίς; Τρικυμία εν κρανίω; Αποφασίστε".






Σημειώσεις: Τα αποσπάσματα με μπλε χαρακτήρες είναι από τα βιβλία του Καββαδία ενώ αυτά με μπορντό είναι από κουβέντες του σε άλλους ή από συνεντεύξεις. Ο "ορισμός" του Κόλεριτζ για τη θάλασσα προέρχεται από την "Μπαλάντα του γέρου ναυτικού" και στα αγγλικά είναι: Water, water everywhere/nor a drop to drink. Το μότο του Κόνραντ είναι από το τρίτο κεφάλαιο της "Φρέγυας από τα 7 νησιά" και στο πρωτότυπο, πιο πλήρες, έχει ως εξής: ... as if the magic of his passion had the power to float a ship on a drop of dew or sail her through the eye of a needle. Οι δύο πρώτοι πίνακες είναι του Τσαρούχη (η πρώτη απεικονίζει τον Κόλια) και είναι προμετωπίδες στις δυο πρώτες ποιητικές του συλλογές ενώ ο τελευταίος είναι του Μανώλη Χάρου.

6 σχόλια:

Μαριανα είπε...

Ο Μανώλης Χάρος... συγνώμη μου άρεσαν πολύ αυτά που έγραψες αλλά αυτός ο πίνακας είναι υπέροχος!

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είπε...

Είναι υπέροχο το βιβλίο του Καλοκύρη! Όπως και τα περισσότερα ιδιότυπα, αταξινόμητα βιβλία του. Εγώ έχω την πρώτη έκδοση, από τον "Ανθολόγο Ερμή" στην οποία ανθολογούνται και δεκαπέντε από τα ποιήματα του Καββαδία.

Επ' ευκαιρία, λίγοι στίχοι από την "Αργοναυτική εκστρατεία" του Καλοκύρη:


"ΟΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ

είναι όπως τα κεράσια:
τρως τον καρπό,
βάφεις το στόμα
και φτύνεις το κουκούτσι του

στα μούτρα της Λήθης."

ναυτίλος είπε...

Μαριάνα όπως θα έχεις προσέξει κι από άλλες αναρτήσεις μου, του έχω μια αδυναμία...

ναυτίλος είπε...

Μπάμπη, έχεις απόλυτο δίκιο για τα βιβλία του Καλοκύρη... είναι υπέροχα. Ωστόσο είναι το πρώτο που διαβάζω ολόκληρο! Τα άλλα του τα έχω σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου και κάθε τόσο διαβάζω αποσπάσματα (εν είδει ανθολογίας;)

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Συμφωνώ με όλα όσα γρα΄φεις ναυτίλε και με τα σχόλια...!Και είναι απίθανος ο συνδυασμός Καββαδία, Καλοκύρη, Χάρου και ...ναυτίλου (άξια η επωνυμία!)

ναυτίλος είπε...

Έτσι είναι Χριστίνα, όλα ήρθαν και κόλλησαν...