"Να σε διώχνουν απ' τη δουλειά είναι σαν κάταγμα"
"Τ' απόγευμα που μας έδιωξαν απ' τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ' τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Χαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. Σαν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ' τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα 'κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σα να 'σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι..."
Δεκάξι ιστορίες για ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Για εργάτες, υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες που έχασαν τη δουλειά τους, που τα χρέη τούς έπνιξαν, που η μοίρα χτύπησε τους ίδιους ή τον περίγυρό τους. Άνθρωποι απελπισμένοι στα όρια της απόγνωσης αλλά κι άνθρωποι που δεν έχασαν το κουράγιο τους πιστεύοντας ότι "κάτι θα γίνει, θα δεις".
"Σκέφτηκα πώς είναι να δουλεύεις και να κάνεις όνειρα και τα όνειρα να λιώνουν σαν παγάκια...", λέει ο πρωταγωνιστής ενός διηγήματος που δουλεύει σε μια βιοτεχνία που κατασκευάζει παγάκια. Οι ήρωες του Οικονόμου αντιμετωπίζουν την επερχόμενη δυστυχία με εντιμότητα, καρτερικότητα και κατά μόνας. Δεν καταφεύγουν στην κομπίνα και στην απάτη, χαρακτηριστικό του μέσου νεοέλληνα, για να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες. Υπομένουν και ονειρεύονται, τουλάχιστον όσο έχουν ακόμα την ικανότητα να βλέπουν όνειρα κι όχι εφιάλτες.
"Μπορεί το τέλος του κόσμου να 'ρθει κάπως έτσι. Μπορεί κι όχι όμως. Μπορεί να μην τελειώσει ο κόσμος αλλά οι άνθρωποι. Να σταματήσουν οι άνθρωποι να βλέπουν όνειρα ή να κοιμούνται ή να κάνουν έρωτα ή να πίνουν κρασί ή να φιλιούνται. Κάτι τέτοιο. Μπορεί έτσι να 'ρθει το τέλος. Όχι από μετεωρίτες ή απ' τα πυρηνικά ή απ' το λιώσιμο των πάγων. Όχι μ' εκρήξεις και σεισμούς και τυφώνες. Όχι απέξω αλλά από μέσα. Έτσι είναι το σωστό να γίνει. Γιατί ζούμε μέσα στον κόσμο αλλά όχι μαζί με τον κόσμο. Αιώνες τώρα σταματήσαμε να ζούμε μαζί με τον κόσμο. Θα 'ναι άδικο λοιπόν να χαθεί ο κόσμος μαζί μας. Μεγάλη αδικία".
Οι πρωταγωνιστές της εξαιρετικής αυτής συλλογής διηγημάτων δεν επαναστατούν και δεν αμφισβητούν την τάξη των πραγμάτων. Η αντίδρασή τους είναι βουβή και στρέφεται προς τα μέσα. Μόνη εξαίρεση ο ήρωας της έξοχης ιστορίας, "Πλακάτ με σκουπόξυλο": Ο Γιάννης Εγγλέζος που οργισμένος από το χαμό τού μοναδικού του φίλου σε εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω απ' το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δε γράφει τίποτα πάνω του...
Στο "Δέσιμο των σωμάτων", που φέρνει στο νου ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, ο πρωταγωνιστής, πιεσμένος όχι μόνο από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται αλλά κι από τη γυναίκα του, αναλαμβάνει έναντι ισχνής αμοιβής τη φροντίδα ενός λυκόσκυλου στη βίλα τού αφεντικού του, που θα απουσιάσει σε διακοπές. Κι ενώ στην αρχή όλα τού φαίνονται απλά και φαντασιώνεται πως θα μπορούσε να χαρεί την πολυτέλεια του σπιτιού παρέα με τη γυναίκα του, στη συνέχεια, καθώς τίποτα δεν πάει όπως το περίμενε, φαντασιώνεται τη βίαιη αντίδρασή του:
"Να μπει στο σπίτι και να πιει και μετά να σπάσει να σκίσει να λερώσει. Θα κατούραγε μες στο ψυγείο μες στις ντουλάπες πάνω στα κρεβάτια. Και το σκυλί -αυτό θα το άφηνε για το τέλος. Αν μπορούσε. Αν μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά και μετά να φύγει μακριά. Να παρατήσει σπίτια αμάξια δουλειές και να χαθεί σαν εκείνους τους ανεμοστρόβιλους που βλέπεις στην τηλεόραση που ξεφυτρώνουν στο άψε σβήσε, γκρεμίζουν τα πάντα και χάνονται. Αλλά δε θέλει να χάσει την Έφη. Θέλει να σταθούν γυμνοί τη νύχτα μέσα σ' αυτό το πελώριο σπίτι και να προσποιηθούν πως είναι άνθρωποι χωρίς φόβο και αγωνία για τα λεφτά και τη δουλειά. Άνθρωποι που ελευθερώθηκαν από το νόημα της ζωής και από το ερπετό πάθος για τα πράγματα, τα πράγματα που δεν έχουν και που δεν θ' αποκτήσουν ποτέ. Κι έτσι γαλήνιοι και άφοβοι ν' αφήσουν τα σώματά τους να γείρουν το 'να πάνω στ' άλλο και γαλήνιοι και άφοβοι να νιώσουν τη ζάλη που γεννά το δέσιμο των σωμάτων. Αυτό θέλει. Το δέσιμο των σωμάτων".
Είναι βέβαια αναμενόμενο σε μια συλλογή διηγημάτων να μην βρίσκονται όλα τα διηγήματα στο ίδιο ύψος. Πράγματι, υπάρχουν τέσσερα-πέντε αρκετά αδύναμα, ίσως γιατί ο μελοδραματισμός τους είναι πολύ έντονος. Ωστόσο, όλα τα υπόλοιπα είναι από αξιόλογα έως εξαιρετικά, κάτι μάλλον σπάνιο για σύγχρονο Έλληνα λογοτέχνη. Ο Χρήστος Οικονόμου ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα με αξιοθαύμαστο τρόπο. Η γραφή του είναι απλή, ποιητική, μουσική, με ένα ρυθμό που σε παρακινεί να διαβάζεις τα κείμενά του φωναχτά. Οι εικόνες που δημιουργεί έχουν δύναμη και οι μεταφορές του είναι απόλυτα εναρμονισμένες με το κλίμα των διηγημάτων του. (Τι να πω για το περίφημο: "Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της μέρας..."). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στηρίζεται στην παράδοση του Δημοσθένη Βουτυρά (αλήθεια υπήρξε έστω κι ένας επίγονος αυτού του αριστουργηματικού συγγραφέα;) και πράγματι υπάρχει κάτι από την "τρέλα" του. Διέκρινα και απόηχους του Κωνσταντίνου Θεοτόκη αλλά περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο, στις καλύτερες στιγμές του έργου, ένιωθα έντονη την παρουσία του ποιητή Μιχάλη Γκανά.
Σημειώσεις: Τα εικαστικά θέματα που κοσμούν την ανάρτηση είναι έργα του Απόστολου Γεωργίου. Στην τελευταία φωτογραφία ο συγγραφέας. (17/10)
2 σχόλια:
Δύσκολο θέμα για μια τέτοια εποχή. Αν είναι σαν κάταγμα, τότε οι περισσότεροι θα είναι με σπασμένα κόκκαλα και ίσως ολίγον...καρδιές! Καθώς πλέον σε καθημερινή βάση ακούω για απολύσεις (δυστυχώς).
Δεν χάνεται ο κόσμος, έχει ξαναπεράσει τέτοιες κρίσεις, αλλά οι άνθρωποι όμως χάνονται. Είναι να μη τύχει να ζήσεις σε τέτοιες 'δύσκολες' εποχές.
Έτσι ακριβώς! Σπασμένα κόκκαλα...
Δημοσίευση σχολίου