Χούλιο Κορτάσαρ, εκδ. Εξάντας, μτφ. Κώστας Κουντούρης.
Marelle, Gallimard, traduit par L. Guille-Bataillon & F. Rosset.
Κορτάσαρ ο Υπερρεαλιστής
"Αυτό που αναζητά ο Μορέλι είναι να βρει τρόπο να εξοντώσει τις νοητικές συνήθειες του αναγνώστη. Όπως βλέπεις κάτι πολύ σεμνό που δεν συγκρίνεται με το πέρασμα των Άλπεων από τον Ανίβα. Ο Μορέλι είναι ένας καλλιτέχνης που έχει μια ιδιαίτερη άποψη για την τέχνη, μια άποψη που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο συνδέεται με την προσπάθειά του να γκρεμίσει τις συνηθισμένες φόρμες, πράγμα εξάλλου που χαρακτηρίζει όλους του άξιους καλλιτέχνες της εποχής μας. Λόγου χάρη τον αηδιάζει το μυθιστόρημα που είναι σαν κυλινδρική κινέζικη περγαμηνή. Το βιβλίο που διαβάζεται από την αρχή ως το τέλος σαν καλό παιδί. Και θα πρέπει να έχεις πάρει είδηση πως, όσο προχωρεί, τόσο λιγότερο τον απασχολεί η σύνδεση των μερών, αυτό που από τη μια λέξη οδηγεί στην άλλη...".
Πύλη Δεύτερη: Jaime Alazraki
Η μυθοπλασία του Κορτάσαρ συνιστά μια πρόκληση για την κουλτούρα, μια πρόκληση, όπως λέει ο ίδιος, σε "τριάντα αιώνες Εβραιο-χριστιανικής διαλεκτικής" στο "Ελληνικό κριτήριο της αλήθειας και του λάθους", στον "homo sapiens", στη λογική και γενικά σε αυτό που ονομάζει "η Μεγάλη Συνήθεια". Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο, που συναντά στην μυθοπλασία του, είναι η ίδια η γλώσσα: "Το θεωρούσα πάντοτε παράλογο το να θέλεις να αλλάξει ο άνθρωπος χωρίς συγχρόνως ή προηγουμένως ο άνθρωπος να έχει αλλάξει το όργανο της γνώσης. Πώς να αλλάξει κάποιος αν συνεχίζει να χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Πλάτων;" Βρήκε την πρώτη απάντηση στον υπερρεαλισμό. Ο Κορτάσαρ δεν τον είδε απλά σαν τεχνική για την παραγωγή λογοτεχνίας, ούτε σαν μια αισθητική στάση, αλλά σαν ένα τρόπο να βλέπεις τον κόσμο: "όχι μια σχολή ή έναν -ισμό, αλλά ένα Weltanschauung". Στη συνέχεια όμως η πορεία του υπερρεαλισμού, ως κινήματος, τον διέψευσε:
"Οι υπερρεαλιστές πίστευαν πως η πραγματική γλώσσα και η αληθινή πραγματικότητα λογοκρίνονται και εξορίζονται από την ορθολογιστική και αστική δομή της Δύσης. Είχαν δίκιο, όπως το γνωρίζει κάθε ποιητής, αυτή όμως δεν ήταν παρά μια μόνο στιγμή στην περίπλοκη διαδικασία του ξεφλουδίσματος της μπανάνας. Αποτέλεσμα: πολλοί φάγανε την μπανάνα με το φλούδι της. Οι υπερρεαλιστές κρέμονταν από τις λέξεις αντί να αποκολληθούν βίαια από αυτές, όπως θέλει να κάνει ο Μορέλι αρχίζοντας όχι από τις λέξεις, αλλά από την ίδια τη λέξη. Φανατικοί της verbum στην καθαρή της κατάσταση, ξετρελαμένες Πυθίες, αποδέχτηκαν τα πάντα φτάνει να μη φαινόταν ότι ακολουθούν από πολύ κοντά τους κανόνες της γραμματικής. Δεν υποπτεύθηκαν αρκετά πως η δημιουργία μιας συνολικής γλώσσας φανερώνει αναντίρρητα την ανθρώπινη δομή, είτε πρόκειται γι' αυτήν ενός Κινέζου είτε ενός ερυθρόδερμου. Η γλώσσα σημαίνει την ενοίκηση σε μια πραγματικότητα, τη βίωση μιας πραγματικότητας. Παρόλο που είναι βέβαιο ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε μας προδίδει, δεν αρκεί να θέλουμε να απελευθερωθούμε από τα ταμπού της. Τη γλώσσα πρέπει να την επαναβιώσουμε κι όχι να την ξαναζωντανέψουμε μόνο".
Ο Ολιβέιρα μαζί με την παρέα της Λέσχης του Φιδιού, αναθεωρεί τα θεμέλια της Δυτικής κουλτούρας. Για να δείξει, ο Κορτάσαρ, ότι ο άνθρωπος έχει γίνει σκλάβος της ίδιας του της μυθοπλασίας και ότι ένας ξεκάθαρα επινοημένος κόσμος σταδιακά αντικαθιστά την πραγματικότητα (βλ. Γιούνγκ), προχωρά στην αποσυναρμολόγηση αυτής της πλασματικής κατασκευής, που φτιάχτηκε από την κουλτούρα αιώνων. Έτσι καθιστά εμφανές το υποκατάστατο της πραγματικότητας και μας προσκαλεί να του βγάλουμε τη μάσκα για να παραμείνουμε σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Το Κουτσό είναι μια συντριπτική κριτική του ορθολογισμού.
"Θα έλεγα πως αυτή η τεχνολογική πραγματικότητα, που τη δέχονται σήμερα οι επιστήμονες και οι αναγνώστες της France-Soir, αυτός ο κόσμος της κορτιζόνης, των ακτίνων γάμμα και της σχάσης του πλουτωνίου, έχει τόσο λίγη σχέση με την πραγματικότητα όσο και το Roman de la Rose. Κι αν το ανέφερα πριν από λίγο στον Περίκο, ήταν για να επισημάνω πως τα αισθητικά κριτήρια και η κλίμακα των αξιών τους έχουν εκποιηθεί για τα καλά και πως ο άνθρωπος, αφού περίμενε τα πάντα από τη νόηση και το πνεύμα, βρίσκεται τώρα προδομένος, νιώθοντας αμυδρά πως τα όπλα του στράφηκαν εναντίον του, πως η κουλτούρα, η civiltà, τον παραπλάνησαν σ' αυτόν τον αδιέξοδο δρόμο, όπου η βαρβαρότητα της επιστήμης δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κατανοητή αντίδραση".
Στο Κουτσό η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου... πίσω: "Πίσω απ' όλα αυτά (πρέπει επιτέλους να πεισθείς πως αυτή είναι η ιδέα-κλειδί της σύγχρονης σκέψης) βρίσκεται ο Παράδεισος, ο άλλος κόσμος, η στραπατσαρισμένη αθωότητα που αναζητάει στα σκοτεινά, κλαίγοντας, τη γη των Ουρκαλυά". Πώς όμως φτάνει κανείς εκεί; Πώς μπορεί κάποιος να φτάσει στο κέντρο, στο "κιμπούτς του πόθου", που μανιωδώς αναζητεί ο Ολιβέιρα;
Στο Κουτσό η δική μας τάξη του Λόγου και της επιστήμης περιγράφεται σαν εντελώς παράλογη: "Η λογική χρησιμεύει μόνο για να ανατέμνουμε την πραγματικότητα εν ηρεμία ή να αναλύουμε τις μελλοντικές της καταιγίδες, ποτέ για να βρίσκουμε λύση στην ξαφνική κρίση της στιγμής... Και αυτές οι κρίσεις, που οι περισσότεροι άνθρωποι τις θεωρούν τραγικές και παράλογες, έχω την εντύπωση πως χρησμεύουν για να μας δείχνουν το πραγματικό παράλογο, το παράλογο ενός κόσμου εύρυθμου και ήρεμου...". Ο Ολιβέιρα στοχάζεται πάνω στον παράλογο κόσμο όταν καταλήγει ότι "μόνο ζώντας παράλογα μπορείς να ξεφύγεις από αυτό το απέραντο παράλογο"
Ο Ιγκιτούρ του Μαλλαρμέ (που τόσο επηρέασε του υπερρεαλιστές) είναι ένα άτομο που "χάρις στο παράλογο, νιώθει μέσα του την ύπαρξη του Απόλυτου". Ίσως κάτω απ' αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβάσουμε μερικά από τα πιο ωραία κεφάλαια του μυθιστορήματος: το κονσέρτο της Τρεπά, το θάνατο του Ροκαμαντούρ, τη συνάντηση με την κλοσάρ, το τσίρκο, την ψυχιατρική κλινική... Αυτές οι σκηνές μας εντυπωσιάζουν ως παράλογες, καθώς έρχονται σε αντίθεση με οτιδήποτε θα είχε θέση σε ένα μυθιστόρημα που κινείται εντός ορίων ρεαλισμού. Για τον Ολιβέιρα ο Λόγος αποτελεί ένα σόφισμα τόσο μεγάλο όσο και ο κόσμος που δημιούργησε και η λογική μάς οδηγεί σε ένα αχανές και καταστροφικό πουθενά. Για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο προσπαθεί να βρει διέξοδο σε πρωτόγνωρες καταστάσεις που, από τη μια πλευρά, θα τον βοηθήσουν να το εξερευνήσει περαιτέρω και από την άλλη, να λειτουργήσουν ως τροποποιημένος ιός της ίδιας ασθένειας, που ίσως του διασφαλίσει την ανοσία. Αν και το Κουτσό δεν δίνει απαντήσεις ούτε συνταγές για εγγυημένη σωτηρία, προσφέρει τη δυνατότητα μιας συμφιλίωσης: προς το τέλος της παράλογης οδύσσειάς του, ο Οράσιο Ολιβέιρα συλλογίζεται πάνω στη σημασία των προσπαθειών του φίλου του, Τράβελερ, να τον βοηθήσει... Ο Οράσιο φαίνεται πως έφτασε στο τελευταίο τετράγωνο του Κουτσού:
"Μετά απ' αυτό που είχε κάνει ο Τράβελερ, τα πάντα ήταν σαν αυτό που ένα θαυμάσιο αίσθημα συμφιλίωσης και κανείς δεν μπορούσε να καταστρέψει αυτήν την παράλογη αλλά ζωντανή και παρούσα αρμονία, κανείς δεν μπορούσε να τη διαψεύσει, κατά βάθος ο Τράβελερ ήταν αυτό που θα έπρεπε να ήταν και ο ίδιος, φτάνει να είχε κάπως λιγότερη φαντασία, ήταν ο άνθρωπος της περιοχής, το αθεράπευτο σφάλμα του ανθρώπινου είδους που είχε ξεστρατίσει, πόση ομορφιά όμως υπήρχε σ' αυτό το σφάλμα και τα πέντε χιλιάδες χρόνια της ψεύτικης και επισφαλούς περιοχής, πόση ομορφιά σ' αυτά τα μάτια που είχαν γεμίσει δάκρυα και σ' αυτήν τη φωνή που τον είχε συμβουλέψει: "Βάλε το σύρτη, δεν τους έχω πολλή εμπιστοσύνη", πόση αγάπη σ' αυτό το χέρι που έσφιγγε τη μέση μιας γυναίκας. "Ισως", σκέφτηκε ο Ολιβέιρα ενώ ανταπέδιδε τα φιλικά νεύματα του Οβεχέρο και του Φεραγούτο,... "ο μόνος δυνατός τρόπος να ξεφύγεις απ' την περιοχή είναι να βυθιστείς μέσα της ως το λαιμό".
Τρίτη Πύλη (Gordana Yovanovich) & Τέταρτη Πύλη (Steven Boldy)...
δεν θα αναρτηθούν γιατί πιστεύω, πρώτον, ότι δεν είναι απαραίτητες στο πλαίσιο ενός ιστολογίου (ας αφήσω άλλωστε κάποια πύλη και για τους ανυποψίαστους αναγνώστες) και γιατί ήδη οι δύο πρώτες αναρτήσεις με κούρασαν. Ωστόσο, οι αναλύσεις του Μπόλντι και της Γιοβάνοβιτς είναι εξαιρετικές και εκτενέστατες (ξεπερνούν τις 50 σελίδες η καθεμία). Επικεντρώνονται στην ανάλυση των χαρακτήρων και όλων των θεμάτων που αναπτύσσονται στο έργο. Ας σημειώσω ωστόσο την παρατήρηση της Γιοβάνοβιτς ότι "τα παιχνίδια στο Κουτσό παίζουν τον ρόλο που έπαιζαν οι τελετουργίες στις πρωτόγονες κοινωνίες" και του Μπόλντι ότι το dédoublement (δηλ. κάποιοι χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν κάποιους άλλους) είναι δημιουργικό στοιχείο σε όλη τη μυθοπλασία του Κορτάσαρ. Ο Μορέλι υποκαθιστά τον Κορτάσαρ, η Ταλίτα είναι το αντίστοιχο της Μάγα στην Αργεντινή και ο Τράβελερ ο σωσίας (doppelgänger) του Ολιβέιρα.
Το Κουτσό με απασχόλησε αρκετούς μήνες τώρα. Το διάβασα τον Αύγουστο και επανερχόμουνα κάθε τόσο διαβάζοντας διάφορα αποσπάσματα, ακολουθώντας πια τη δική μου σειρά των κεφαλαίων. Κάθε ανάγνωση ήταν διαφορετική, καθώς έδινε διάσταση σε πτυχές που ούτε καν τις είχα φανταστεί στην πρώτη ανάγνωση. Για μένα το Κουτσό εμπεριέχει όλη τη φιλοσοφία του Κορτάσαρ.
"Από την πλευρά μου αναρωτιέμαι αν θα καταφέρω κάποτε να κάνω τους άλλους να νιώσουν πως το πραγματικό και μοναδικό μυθιστορηματικό πρόσωπο που μ' ενδιαφέρει είναι ο αναγνώστης".
Σημειώσεις: Όλα τα αποσπάσματα με τους κόκκινους χαρακτήρες είναι από το μυθιστόρημα. Η πρώτη εικόνα είναι έργο του Χουάν Μιρό ("Το τσίρκο"), στο οποίο κάνει αναφορά ο Κορτάσαρ μες στο μυθιστόρημα. Το σκίτσο λίγο πιο κάτω με το παιχνίδι κουτσό είναι σχέδιο του ίδιου του συγγραφέα. Στις υπόλοιπες εικόνες, ο ίδιος ο συγγραφέας. Το άρθρο του Alazraki, το οποίο μεταφράζω ελεύθερα και αναπλάθω, έχει τίτλο: "Προς το τελευταίο τετράγωνο, στο Κουτσό".
2 σχόλια:
Εκπληκτική ανάρτηση!
Σ'ευχαριστώ, Βιβή...
Δημοσίευση σχολίου