Η Μαριάνε Φριτς (1948-2007) παραμένει, 12 χρόνια μετά τον θάνατό της στη Βιέννη, μια θρυλική αλλά και αινιγματική μορφή της αυστριακής λογοτεχνίας. Μια γραμματέας, αποκομμένη από τις λογοτεχνικές κλίκες, που έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα αλλά, λέγεται, πως ελάχιστοι κατάφεραν να διαβάσουν τίποτε άλλο πέρα από τα δύο πρώτα. Tα μόνα που ήταν γραμμένα σε τέτοια μορφή που θα μπορούσε ένας αναγνώστης να τα προσεγγίσει. Το πρώτο της και πολυβραβευμένο, "Η βαρύτητα των σχέσεων" (1978), είχε 112 σελίδες, το δεύτερο, "Το παιδί της βίας και τα αστέρια των Ρομά" (1980), 600 σελίδες, το τρίτο, "Του οποίου τη γλώσσα δεν καταλαβαίνεις" (1985), κάπου 3.500 σελίδες! Σε αυτό η γραφή της γίνεται δύστροπη και ο εκδότης της, Φίσερ, αρνείται να το δημοσιεύσει, για να απευθυνθεί στον Ούνζελντ του Ζούρκαμπ, που δέχτηκε να αναλάβει την πολύτομη έκδοση προκαλώντας την μήνιν του Μπέρνχαρντ ("ανόητο και χυδαίο προλεταριακό σκουπίδι που του αξίζει το παγκόσμιο ρεκόρ της βλακείας"). Ο διορθωτής του χειρογράφου το εγκατέλειψε στις 1.000 σελίδες αδυνατώντας να διακρίνει τα λάθη από τους νεολογισμούς, τα λογοπαίγνια και την καταστρατήγηση των συντακτικών και γραμματικών κανόνων. Η Φριτς είχε αρχίσει να κατακτά το προσωπικό της ποιητικό ιδίωμα αλλά οι κριτικοί έμεναν άφωνοι αδυνατώντας να το κατατάξουν σε κάποια λογοτεχνική σχολή. Κάποιοι μίλησαν για Τζόυς ή για Άρνο Σμιτ αλλά μάλλον η μόνη σχέση που είχε μαζί τους ήταν η ανυπέρβλητη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης στην ανάγνωση των έργων της. Κάποιοι κριτικοί το κατατάσσουν στα αρχετυπικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το τέταρτο βιβλίο της, "Φυσικώ τω τρόπω" (1996-2011), ανολοκλήρωτο, είχε φτάσει στις 5.404 σελίδες. Ο Ζούρκαμπ εξέδωσε τα δύο πρώτα μέρη (σε δακτυλόγραφη μορφή καθώς στάθηκε τυπογραφικά αδύνατον να τυπωθούν τα σκίτσα της και τα λεκτο-σχέδιά της) ενώ το τρίτο μέρος είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Η Γέλινεκ, που θαύμαζε το έργο της, είπε πως "είναι κάτι μοναδικό, μπροστά από το οποίο ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να σταθεί όπως ένας πιστός μουσουλμάνος μπροστά από το Κάαμπα στην Μέκκα".
Ένα διαμαντάκι από την αινιγματική κυρία της αυστριακής λογοτεχνίας. Αυστρία σημαίνει τέχνες, μουσική, χορός και η κυρία Φριτς επιλέγει στο μυθιστόρημά της τo φόξτροτ, για να κινείται μεταξύ 1943 και 1963. Ενώ οι πρωταγωνιστές γλιστράνε πάνω στην ταραγμένη πίστα της ευρωπαϊκής σκηνής στα 1943, ξαφνικά με μια κομψή στροφή (heel turn) περνάνε ανάλαφρα στην κατεύθυνση του 1958, εποχή ανοικοδόμησης και επούλωσης τραυμάτων, και ξανά νέα στροφή, 1963 τώρα (όλα καλά - επούλωση και λήθη), αλλά μετά ξανά πίσω στο 1943... Τα πρόσωπα στροβιλίζονται περνώντας πάντα από κει που άρχισαν. Ο χορός συνεχίζεται αλλά με τα σώματα, σε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης, να βαραίνουν και ίσως κάποια να καταρρέουν.
Η Μπέρτα Σράι (=κραυγή) δεν άντεξε και τελικά καταπλακώθηκε από το "βάρος των σχέσεων". Ο έρωτας, ο πόλεμος, ο θάνατος, ο γάμος, η μητρότητα, η φιλία έγιναν βουνό για την Μπέρτα, που οι βουβές κραυγές της δεν εισακούστηκαν. Ο πόλεμος γι' αυτήν δεν τελείωσε το 1945, συνεχίζεται. Ακόμη και οι απώλειες δεν έχουν λάβει τέλος. Συνεχίζουν να σωρεύονται κι ας μην δηλώνονται πια ως "απώλειες πολέμου".
Η γραφή της Φριτς είναι πυκνή, ελλειπτική και ποιητική. Η ειρωνεία της διαποτίζει τα πάντα υπονομεύοντας οτιδήποτε φαίνεται σωστό, ηθικό, αξιοπρεπές. Για την Φριτς, όσο γρήγορα και να ρέει προς τα μπρος ο αυστριακός γαλάζιος Δούναβης (Ντονάουμπλαου το όνομα της φανταστικής πόλης του βιβλίου), το νερό του είναι μολυσμένο από τις πηγές. Δεν είναι τυχαίο που σε όλο της το υπόλοιπο έργο ανατρέχει στις απαρχές του πρώτου πολέμου (1914) και δείχνει πώς κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών του εικοστού αιώνα διαμορφώθηκε μια αυστριακή κοινωνία που πέταξε έξω από τις αρένες της φτωχούς από τις κατώτερες τάξεις (ιδιαίτερα γυναίκες), άτομα από μειονότητες, "περιθωριακούς" και ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν στους ρυθμούς της. Θα έλεγα ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μία ακόμη αυστριακή συγγραφέα "Nestbeschmutzerin", δηλαδή κάποια που λερώνει τη φωλιά της...
Θεωρώ ευτύχημα που το πρώτο βιβλίο της Φριτς κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας, χάρη στον Βασίλη Τσεκούρα που το "κυνήγησε", τον Βασίλη Τσαλή, που τόσο καλά το μετέφρασε, και τις εκδόσεις Γαβριηλίδη που το εξέδωσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου